Παράλληλη αναζήτηση
337 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άγανο το [áγano] Ο42 : 1.οι πολύ λεπτές αποφύσεις που μοιάζουν με βελόνες στο επάνω μέρος του σταχυού· αθέρας 1. 2. πολύ λεπτό και μικρό κόκαλο ψαριού: Mου στάθηκε ένα ~ στο λαιμό.
[ελνστ. ἄκανος ὁ `αγκαθωτό κεφάλι φυτού΄ με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > γ] ή από επίδρ. του αρχ. ἄγανον (ξύλον) `ξερόκλαδο για προσάναμμα΄ και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- αγγελτήριο το [angeltírio] Ο42 : έντυπη αναγγελία κοινωνικού γεγονότος: ~ κηδείας / ετήσιου μνημοσύνου. ~ κολλημένο σε στύλο του ηλεκτρικού.
[λόγ. < ελνστ. ἀγγελτήρ `αγγελιοφόρος΄ -ιον]
- αγιολόγιο το [ajiolójio] Ο42 : (εκκλ.) το σύνολο των αγίων της χριστιανικής εκκλησίας· (πρβ. μαρτυρολόγιο).
[λόγ. αγιο- + -λόγιον]
- άγκιστρο το [ángistro] Ο42 : (λόγ.) 1. ο γάντζος, (οικ.) αγκίστρι. 2. χειρουργικό εργαλείο. 3. (συνήθ. πληθ.) τυπογραφικό σημείο ({ })· μύστακας. || (μαθημ.) σύμβολο που χρησιμοποιείται κυρίως στη θεωρία των συνόλων καθώς και στις αλγεβρικές παραστάσεις, όταν έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί οι παρενθέσεις και οι αγκύλες, για αποφυγή παρερμηνείας.
[λόγ.< αρχ. ἄγκιστρον]
- αγουρέλαιο το [aγuréleo] Ο42 : το ελαιόλαδο που παράγεται: α. από ελιές που δεν έχουν ωριμάσει εντελώς. β. από την απλή έκθλιψη των καρπών της ελιάς (χωρίς θέρμανση)· παρθένο λάδι.
[λόγ. αγουρ(ο)- + -έλαιο μτφρδ. του λαϊκού αγουρόλαδο]
- άδικο το [áδiko] Ο42 : πράξη αντίθετη προς το δίκαιο από ηθική άποψη· αδικία2: Kοινωνία στην οποία κυριαρχεί το ~. Είδε ο Θεός το ~ και το τιμώρησε. Έχεις ~ να / που επιμένεις. || (έκφρ.) ρίχνω / δίνω ~ σε κπ. έχω ~;, κάνω λάθος;
[μσν. άδικο(ν) ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. άδικος]
- αερόστατο το [aeróstato] Ο42 : κατασκευή που αποτελείται από μεγάλο αεροστεγή σάκο (από ύφασμα ή άλλο υλικό) που γεμίζει με αέριο ελαφρότερο από τον αέρα (θερμό αέρα, ήλιο κτλ.) και ανυψώνεται στην ατμόσφαιρα: H εφεύρεση του αεροστάτου από τους αδελφούς Mογκολφιέρους υπήρξε το πρώτο βήμα για την κατάκτηση του αέρα. Σήμερα τα αερόστατα χρησιμοποιούνται για μετεωρολογικές παρατηρήσεις.
[λόγ. < γαλλ. aérostat < aéro- = αερο- + αρχ. στατ(ός) `που στέκεται΄ -ον]
- αζιμούθιο το [azimúθio] Ο42 : (αστρον.) η γωνία που σχηματίζεται από το μεσημβρινό του τόπου στον οποίο βρίσκεται ο παρατηρητής, και από το κατακόρυφο επίπεδο που διέρχεται από το σημείο το οποίο παρατηρούμε.
[λόγ. < αγγλ. azimuth -ιον < αραβ. as-sumūt]
- αισθησιόμετρο το [esθisiómetro] Ο42 : (φυσιολ.) όργανο με το οποίο ελέγχεται η ευαισθησία του δέρματος.
[λόγ. < διεθ. esthesio- = αίσθησι(ς) -ο- + -meter = -μέτρον]
- ακόντιο το [akóndio] Ο42 : 1α.ξύλινο κοντάρι με σιδερένια αιχμή, ένα είδος μικρού δόρατος, που το χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα ως επιθετικό όπλο. β. (αθλ.) είδος ακοντίου που αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο στέλεχος, από μία μεταλλική αιχμή και από μία λαβή στο μέσο του στελέχους: Ρίχνω το ~. || ακοντισμός: Πρωταθλητής στο ~. 2. μικρό ξύλινο κοντάρι που χρησιμοποιείται ως τοπογραφικό όργανο.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀκόντιον· 2: σημδ. γαλλ. piquet]