φύλο και γλώσσα [gender and language]

φύλο και γλώσσα [gender and language]

Tο θέμα της σχέσης γλώσσας και φύλου έχει τεθεί με διαφορετικές μορφές στο πλαίσιο της γλωσσολογίας, μορφές που σημαδεύονται και σημασιοδοτούνται τόσο από τις ενδογλωσσολογικές εξελίξεις όσο και από τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που τις περιβάλλουν. Ήδη από τις παραδοσιακές προσεγγίσεις της γλώσσας η συζήτηση του γραμματικού γένους , δηλαδή της μορφολογικής τάξης (π.χ. 'θηλυκό', 'αρσενικό', 'ουδέτερο') στην οποία ανήκει ένα ουσιαστικό, επίθετο ή άλλο μέρος του λόγου, παραπέμπει και στο φύλο («φυσικό γένος») ως εξωγλωσσική, βιολογικά προσδιοριζόμενη, κατηγορία. Αυτή η αντίληψη για το φύλο επικράτησε σε διάφορους τομείς της γλωσσολογίας έως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του '70, οπότε άρχισε να γίνεται αισθητός και σε αυτό τον επιστημονικό χώρο ο αντίκτυπος του νεοφεμινιστικού κινήματος και των Σπουδών Φύλου. Κατά την περίοδο αυτή η εστίαση μετατοπίζεται σταδιακά από το «βιολογικό» φύλο (sex, sesso, Geschlecht κλπ.), και τη συνακόλουθη στατικότητα και καθολικότητα της κατηγορίας αυτής, στο «κοινωνικό» φύλο [gender] και στον κοινωνικοπολιτισμικό καθορισμό του, κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και σχέσεις εξουσίας. Ένα μεγάλο μέρος των ερευνών επικεντρώνεται στο ερώτημα αν γλώσσα και γλωσσική διεπίδραση σε μια ανδροκρατική κοινωνία φέρουν το στίγμα αυτών ακριβώς των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα φύλα, αν δηλαδή υπάρχει ένας γλωσσικός σεξισμός. Πολυάριθμες μαρτυρίες από διάφορες γλώσσες επιβεβαιώνουν την ανισότιμη αντιμετώπιση των γυναικών στον χώρο των γλωσσικών αναπαραστάσεων και του συμβολικού: η γυναίκα ορίζεται από την οπτική γωνία του άντρα (βάσει της εξωτερικής της εμφάνισης, της αντρικής σεξουαλικής επιθυμίας κ.λπ.), η ταυτότητά της στοιχειοθετείται σε εξάρτηση από την αντρική (ως θυγατέρα κάποιου άντρα ή σύζυγος/χήρα/ερωμένη κλπ.), και γενικότερα οι γυναίκες προβάλλονται αρνητικά ή αποσιωπάται η ύπαρξή τους. Μια δεύτερη κατηγορία ερευνών στρέφεται προς τη διαφοροποίηση της γλωσσικής συμπεριφοράς γυναικών και αντρών, επισημαίνοντας τον εντονότερο προσανατολισμό των γυναικών στις διαπροσωπικές λειτουργίες της γλώσσας, την εμφανέστερη τάση τους για συνεργασιμότητα, αλληλεγγύη κλπ. Η ερμηνεία της διαφοροποίησης ανιχνεύεται στην ιεραρχική θέση των φύλων στην κοινωνία και τα παρεπόμενά της (π.χ. νόρμες που διέπουν την κοινωνικοποίηση και τη συμπεριφορά τους).

Στις παραπάνω περιπτώσεις το φύλο αντιμετωπίζεται ως κοινωνικά κατασκευασμένο μεν, αλλά ανεξάρτητο από τη γλώσσα (και δεδομένο) - γι' αυτό άλλωστε μπορεί να αποτελέσει με σχετική ασφάλεια τον πυρήνα των προτεινόμενων ερμηνειών. Στην πορεία, όμως, και υπό την επίδραση των εξελίξεων στον χώρο του θεωρητικού φεμινιστικού προβληματισμού, αμφισβητούνται μια σειρά από υπόρρητες παραδοχές, όπως η καθήλωση του φύλου σε δύο διαζευκτικές και ομοιογενείς κατηγορίες ('άντρας'-'γυναίκα'), η πρωταρχικότητα του «βιολογικού» φύλου έναντι του «κοινωνικού» κ.ά. Ταυτόχρονα τονίζεται ότι οι έμφυλες ταυτότητες κατασκευάζονται και διαμορφώνονται μέσω της γλωσσικής διεπίδρασης -άρα η γλώσσα δεν είναι άμοιρη του φύλου- και αναγνωρίζεται ότι το φύλο δεν μπορεί να απομονωθεί από άλλες συνιστώσες της ταυτότητας, όπως η κοινωνική τάξη, η ηλικία, οι πολιτισμικές καταβολές κλπ. Ως εκ τούτου, πολλές έρευνες εστιάζονται στη μικρο-ανάλυση της επικοινωνίας όχι για να εντοπίσουν διαφορές/ομοιότητες στη γλωσσική συμπεριφορά γυναικών και αντρών αλλά για να εξετάσουν τις γλωσσικές πρακτικές συγκρότησης και διαπραγμάτευσης του φύλου. Τα τελευταία χρόνια μελέτες αυτού του είδους συχνά έχουν ως αφετηρία τους συγκεκριμένες κοινότητες της πρακτικής, δηλαδή ομάδες ατόμων (π.χ. παρέα, οικογένεια, διδακτικό προσωπικό ενός σχολείου, συνέλευση γονέων στο σχολείο αυτό) τα οποία, υπό το πρίσμα ενός κοινού εγχειρήματος, αναπτύσσουν και μοιράζονται τρόπους γλωσσικής και μη γλωσσικής δράσης, αντιλήψεις, αξίες, σχέσεις εξουσίας. Το φύλο (και γενικότερα όλες οι κοινωνικές έννοιες) εκλαμβάνεται ως συνάρτηση των κοινοτήτων πρακτικής στις οποίες συμμετέχει ένα άτομο, αλλά και του τρόπου συμμετοχής του σε αυτές.

Παρά τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό των ερευνών πάνω στη σχέση γλώσσας και φύλου, προς το παρόν δεν διαθέτουμε μια συνεκτική θεωρία που να μπορεί να φωτίζει όλες τις όψεις αυτής της σχέσης. Αυτό βέβαια που συνδέει τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τουλάχιστον όταν υπάρχει μια φεμινιστική οπτική, είναι η προσπάθεια να αποκαλυφθεί ο ρόλος της γλώσσας στη διατήρηση της ανισοκατανομής της εξουσίας ανάμεσα στα φύλα, με στόχο την (επανα-)σημασιοδότηση της γλώσσας και των πρακτικών ώστε να ανταποκρίνονται στα βιώματα και τις επιθυμίες της μη ηγεμονικής τάξης. Είναι βέβαια προφανές ότι ο στόχος αυτός δεν δεσμεύει και ως προς μια κοινή αντιμετώπιση του ζητήματος. Με την εμπειρία όμως των τριάντα και πλέον χρόνων που υπάρχει διεθνώς μπορεί να υποστηριχθεί ότι οποιαδήποτε «λύση» αναπόφευκτα θα δοκιμαστεί στην αρένα της καθημερινής γλωσσικής χρήσης · η τελευταία -αν δεν ληφθούν επαρκώς υπόψη οι ιστορικές συγκυρίες, οι ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης γλώσσας κ.λπ.- μπορεί ωστόσο να επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις (π.χ. αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα με τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις για την εξάλειψη του γλωσσικού σεξισμού) και τον εκφυλισμό του εγχειρήματος σε ετικέτες πολιτικής ορθότητας.

Θ.-Σ. Παυλίδου

Πηγές

  • Bussmann, H. & M. Hellinger. 2001-2003. Gender Across Languages. 3 τόμ. Amsterdam: John Benjamins.
  • Eckert P. & S. McConnell-Ginet. 2003. Gender and Language. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Holmes, J. & M. Meyerhoff. 2003. Handbook of Language and Gender. Οξφόρδη: Blackwell.
  • Παυλίδου, Θ.-Σ. 2006. Γλώσσα-γένος-φύλο: Προβλήματα, αναζητήσεις και ελληνική γλώσσα. Στο Γλώσσα-Γένος-Φύλο, 2η έκδ., επιμ. Θ.-Σ. Παυλίδου, 15-64. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη].