Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: stoic
4 εγγραφές [1 - 4]
αδιάφορον [a∂iáforon] το, philos (Stoic)
  • act or thing neither good nor bad, adiaphoron.
αντιστωικός, -ή, -ό [andistoikós] (L)
  • affected by passion and feeling, not stoical:
    • ο κόσμος μας είναι ~, πολύμορφος και πολύχρωμος, ελκυστικός και μάταιος (Panagiotop)

[fr kath (neol) αντιστωικός, cpd w. στωικός]

άπτωτος, -η, -ο [áptotos] (L) & gramm
  • having no inflexional cases, uninflected (near-syn άκλιτος):
    • άπτωτα μέρη του λόγου

[fr kath άπτωτος ← K ἄπτωτος 'without cases' (Apollodor. Stoic., 2nd c. BC; Dionys. Thr.]

αυθυπαρξία [afθiparksía] η, (L)
  • existence on one's own, self-existence, discreteness, independence (syn αυθυποστασία, το αυθυπόστατο, near-syn ανεξαρτησία, αυτεξουσιότητα, αυτοτέλεια):
    • ηθική, πνευματική, πολιτική ~ |
    • υποκειμενική, ψυχική ~ |
    • η λύπη έχανε την ~ της· γίνοταν μέσο (Palam) |
    • οι δύο .. αυτές μεγάλες κατηγορίες υποδιαιρούνται σε αρκετές μικρότερες, που έχουν όλες την ~ τους (Theotokas) |
    • χωρίς την αισθητική απόσταση του θεατού από το έργο σβήνει η καλλιτεχνική ~ της εικόνας (Michelis, adapted) |
    • το κάθε στοιχείο, ενώ βοηθάει για το σύνολο, δεν χάνει την ~ του (Karouzos)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυθυπαρξία, bes αυθύπαρκτος; cf ἀνυπαρξία (Antipater Stoicus, 2nd c. BC)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες