Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αψίχολος
1 εγγραφή
αψίχολος, -η, -ο [apsíxolos] region. (Kerk,
  • Pontic; αψιόχολος Rhodes) quick-tempered, violent, irritable, irascible (syn in αψίθυμος 1)

[fr LK (Thes Graec Ling) ἁψίχολος, cpd of combin form ἁψί- & χόλος; cf ἁψίθυμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες