Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυταξιότητα
1 εγγραφή
αυταξιότητα [aftaksiόtita] η, (L) philos
  • quality of having a (moral) value in one's own right, intrinsic value:
    • [δεν] αξίζει να πεθάνεις .. για την ~ ενός θεωρητικού τύπου ή μιας καλλιτεχνικής μορφής (Papanoutsos)

[fr kath (neol) αυταξιότης, der of αυτάξιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες