Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυταξιότητα [aftaksiόtita] η, (L) philos
- quality of having a (moral) value in one's own right, intrinsic value:
- [δεν] αξίζει να πεθάνεις .. για την ~ ενός θεωρητικού τύπου ή μιας καλλιτεχνικής μορφής (Papanoutsos)
[fr kath (neol) αυταξιότης, der of αυτάξιος]
- quality of having a (moral) value in one's own right, intrinsic value: