Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυταξία [aftaksía] η, (L) philos
- sth having a (moral) value in itself or constituting a value in its own right, sth of intrinsic value:
- ο αληθινά ηθικός άνθρωπος επιδιώκει το αγαθό σαν ~ και όχι ως μέσον για την πραγμάτωση ενός άλλου σκοπού (Papanoutsos) |
- το ωραίο έχει μιαν ~ ισότιμη με την ηθική (Tsatsos) |
- το άτομο πρέπει να νοηθεί ως ~ και αυτοσκοπός ανεξάρτητα από τη γενική έννοια της προόδου (Theodorakop)
[fr kath (neol) αυταξία, cpd of phr αυτή αξία]
- sth having a (moral) value in itself or constituting a value in its own right, sth of intrinsic value: