Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυμπονιά
1 εγγραφή
ασυμπονιά [asimbonjá] η, (& ασυμπόνια)
  • lack of compassion or pity (near-syn αλυπησιά, απονιά, ant συμπόνια)

[der of *ασυμπονία, this being der of ασύμπονος, cpd w. σύμπονος 'fellow worker' (Theod. Studites); cf απονιά ← απονία, der of άπονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες