Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστραγαλ
4 εγγραφές [1 - 4]
αστραγαλάκι s. στραγαλάκι.
αστραγάλι [astraγáli] το, (& στραγάλι)
  • anklebone, ankle (syn αστράγαλος 1, κότσι, ποδαστράγαλο, L σφυρό):
    • γυναίκες με ασημένιους χαλκάδες στ' αστραγάλια (Kazantz) |
    • πέρασε κι η Π., τυλιγμένη ίσαμε τα στραγάλια σ' ένα καινούργιο πανωφοράκι (Panagiotop) |
    • poem στο σκοτάδι μήπως σκόνταψε | και το δάχτυλό του χτύπησε | και του κακοφόρμισε ίσως το στραγάλι; (Stavrou Ar)

[fr postmed (Portius) αστραγάλι ← αστραγάλιον (inscr, 4th c. BC), der of αστράγαλος bes which postmed στράγαλος (Γύπαρις)]

αστραγαλιά [astraγaljá] η, (& στραγαλιά) usu pl αστραγαλιές οι, naut
  • bottom boards, removable planks in bottom of a boat:
    • καρφώσανε τις κάτου στραγαλιές, που τις φιλιάσανε με τα σπάγια (Vlami)

[der of αστράγαλος w. suff -ιά]

αστράγαλος [astráγalos] ο,
  • ① anklebone, ankle (syn αστραγάλι):
    • έσπασε, στραμπούληξε τον αστράγαλο |
    • ενός στρατιώτη έκοψαν το πόδι απ' τον αστράγαλο (ChZalokostas) |
    • του περνάνε στα πόδια, στους αστραγάλους, τις αλυσίδες (Petsalis) |
    • το σώβρακο έφτανε ως κάτω και το 'δενε στους αστραγάλους με κορδόνια (Tsirkas) |
    • στη θέα μόνο των γυναικείων αστραγάλων οι νέοι αλλοιθώριζαν και αναλύονταν σε επιφωνήματα (Skouzes)
  • ② usu pl αστράγαλοι οι, game played w. animal knucklebones or similar shaped objects, knucklebones (syn κότσια):
    • poem .. το αγόρι του Αμφιδάμα | αστόχαστα, άθελά μου εσκότωσα, σαν παίζαμε αστραγάλους (Homer Il 23.88 Kaz-Kakr)
  • ③ AG archit convex molding, astragal, bead-and-reel ornament:
    • τοίχος στολισμένος με αστραγάλους |
    • στο λαιμό και στον ώμο των αγγείων γραπτή διακόσμηση ταινιών, .. κυματίου και αστραγάλου (DLazaridis) |
    • επάνω από τον τροχίλο θα πρέπει να φανταστούμε .. ένα αστράγαλο (Bakalakis)

[fr postmed, MG αστράγαλος ← Κ (also pap), AG; cf στράγαλος = ἀστράγαλος (Vita Aesop.) & postmed στράγαλος (Γύπαρις)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες