Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασβέστης [azvéstis] ο,
- ① = ασβέστη:
- άσβηστος ~quicklime |
- σβησμένος ~ slaked lime (syn χωρύγι) |
- λιώνουνε τ' αρχαία τα μάρμαρα γι' ασβέστη (Petsalis) |
- περνά βιαστικά πατώντας με τις μύτες πάνω στους άσπρους ασβέστες (DOikonomidis) |
- η μπάλα μπορεί να χτυπάει σε κύκλο, που χαράζεται μ' ασβέστη ή χρώμα πάνω στον τοίχο (Tsiantas) |
- χασομεράν οι χτίστες να σβήσουν ασβέστη για την οικοδομή (Zitsaia) |
- poem ο ~στο λάκκο της αυλής αρχίζει να κοχλάζει (Ritsos)
- ② coating of limewash, whitewash, a piece of hardened whitewash or lime mortar ασβεστόχρωμα, ασβέστωμα 2):
- φυσούσε η ογρή νοτιά και πέφτανε ασβέστες από τις αρχαίες ζωγραφιές (Kondylakis) |
- η εκκλησιά .. είχε σουβαντισθεί και την είχε περάσει κι έναν ασβέστη (Bastias)
[fr postmed, MG ασβέστης, der of MG το ασβέστιν, dimin of AG άσβεστος; cf ασβέστι]
- ① = ασβέστη: