Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασαλάγητος, -η, -ο [asaláγitos] (& ασαλάγιστος) region.
- not moved or led w. (a herdsman's) cries:
- ασαλάγητο κοπάδι
[cpd w. *σαγαλητός (: σαγαλώ, der of σάγαλος)]
- not moved or led w. (a herdsman's) cries: