Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασαλάγητος
1 εγγραφή
ασαλάγητος, -η, -ο [asaláγitos] (& ασαλάγιστος) region.
  • not moved or led w. (a herdsman's) cries:
    • ασαλάγητο κοπάδι

[cpd w. *σαγαλητός (: σαγαλώ, der of σάγαλος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες