Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρόδο [arό∂o] adv (& αρόδου)
- ① naut at a distance fr the shore, in the offing (syn ανοιχτά 3b):
- είμαι, μένω, στέκομαι ~ |
- ανοίχτηκε αμέσως ~ και τράβαε με βία για τη μπρατσέρα (Lykoudis) |
- το ποστάλε της γραμμής ερχόταν δυο φορές την εβδομάδα και στεκόταν ~ (Chatzis) |
- τα μεγάλα καράβια αγκυροβολημένα αρόδου έχουν αφήσει ένα πολύχρωμο πλήθος να ξεχυθεί στην πόλη (Varelas)
- ② fig phr τράβα ~
[fr Ven a roda (18th c.) ← It a ruota]
- ① naut at a distance fr the shore, in the offing (syn ανοιχτά 3b):