Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρουραίος
2 εγγραφές [1 - 2]
αγριοπόντικο [aγriopóndiko] το, zoo
  • vole (syn αρουραίος)

[cpd w. ποντίκι]

αρουραίος [aruréos] ο, (L)
  • ① zoo fieldmouse, rat:
    • ~ |
    • οι αρουροι κατάστρεψαν τα σπαρτά |
    • για να 'ναι αποτελεσματικός ο αγώνας κατά των αρουραίων, πρέπει να στραφεί ενάντια στα θηλυκά (Katsigra) |
    • άκουγες τα ποντίκια να πηγαινοέρχονται, κάτι βαπορήσιοι αρουραίοι σα γατιά (Petsalis)
  • ② fig worthless or contemptible person, (dirty) rat:
    • ο N. έγραφε τα έργα του στο μέτρο ορισμένων ηθοποιών· ~ |
    • οι αρουραίοι καταστρέφουν το δημοσιογραφικό επάγγελμα (PAthanasiadis) |
    • όλοι οι χρυσοκάνθαροι και οι αρουραίοι της Eυρώπης μαζεύονται το χειμώνα στο Σαιν Mόριτς για επίδειξη και τάχα για σπορ (Nakou)

[fr kath αρουραίος ← kath αρουραίος μυς ← K (also pap), AG ἀρουραῖος μῦς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες