Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρμενιστί [armenistí] adv (L)
- ① in the Armenian language (syn αρμένικα1):
- μιλάει ~
- ② in the Armenian way (syn αρμένικα2)
[fr kath αρμενιστί ← LK ἀρμενιστί, der of Aρμένιος]
- ① in the Armenian language (syn αρμένικα1):