Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρματιστής [armatistís] ο, (L) milit
- member of a tank crew, tanker:
- αν συγκριθούν οι αποδόσεις στο πεδίο μάχης αρματιστών, αεροπόρων και ναυτών, θα βγει αναμφίβολα συν στη χώρα μας
[neol, der of άρμα w. suff -ιστής; cf Fr tankiste]
- member of a tank crew, tanker: