Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόσταχτος
1 εγγραφή
απρόσταχτος, -η, -ο [apróstaxtos]
  • not having received an order, without being ordered, unordered:
    • ~την έκαμε αυτήν την πράξη

[cpd w. *προσταχτός (: προστάζω ← προστάσσω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες