Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απρόσταχτος, -η, -ο [apróstaxtos]
- not having received an order, without being ordered, unordered:
- ~την έκαμε αυτήν την πράξη
[cpd w. *προσταχτός (: προστάζω ← προστάσσω)]
- not having received an order, without being ordered, unordered: