Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απροκοψιά [aprokopsjá] η,
- lack of or inability to achieve progress or prosperity, wretchedness (syn απροκοπιά):
- η ~ του δε λέγεται!
[der of MG απρόκοπτος w. suff -σία; cf αβλεψία (άβλεπτος), αθλιψία (άθλιπτος), ασκεψία (άσκεπτος), ατρεψία (άτρεπτος) etc]
- lack of or inability to achieve progress or prosperity, wretchedness (syn απροκοπιά):