Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροκοπιά
1 εγγραφή
απροκοπιά [aprokopjá] η,
  • lack of, or inability to achieve, progress or prosperity, wretchedness (syn απροκοψιά, ant προκοπή):
    • από την ~ του έχασε όλην την περιουσία του (IΛ)

[fr postmed (Somavera) απροκοπιά ← MG (Hephaertio Astrol., schol.) απροκοπία, der of απρόκοπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες