Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολυτήριος
1 εγγραφή
απολυτήριος, -α, -ο [apolitírios] (L)
  • of or pertaining to school graduation:
    • απολυτήριες εξετάσεις αυτοδιδάκτων |
    • στην απολυτήρια ταινία πρέπει να μιλούν ελληνικά (EKazantz)

[fr kath (neol Koumanoudis) απολυτήριος, backform. on basis of MG απολυτήριον; s. απολυτήριο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες