Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απολυτήριος, -α, -ο [apolitírios] (L)
- of or pertaining to school graduation:
- απολυτήριες εξετάσεις αυτοδιδάκτων |
- στην απολυτήρια ταινία πρέπει να μιλούν ελληνικά (EKazantz)
[fr kath (neol Koumanoudis) απολυτήριος, backform. on basis of MG απολυτήριον; s. απολυτήριο]
- of or pertaining to school graduation: