Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απολογούμαι [apoloγúme] (& απολογιέμαι) aor απολογήθηκα (subj απολογηθώ), (L)
- ① answer accusations, defend or justify o.s.:
- το αποτρόπαιο έγκλημα δεν επιθυμώ να το αρνηθώ και γι' αυτό δεν ~ (Athanasiadis-N) |
- κινεί το θαυμασμό των δικαστών όταν απολογείται (ChZalokostas) |
- η καθηγήτρια υποχρεώθηκε ν' απολογηθεί στην κατηγορία (KPapa)
- ② ask to be excused, apologize (syn phr ζητώ συγνώμη):
- σαν ν' απολογιέται, λέει πιο σιγά |
- "κάναμε λάθος στις ώρες" (AVlachos)
[fr postmed, MG απολογούμαι ← PatrG, K (also pap), AG ἀπολογοῦμαι (-έομαι)]
- ① answer accusations, defend or justify o.s.: