Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απερίστροφος, -η, -ο [aperístrofos] (L)
- straightforward, direct, frank (near-syn απερίφραστος, ευθύς):
- ~ χαρακτήρας, απερίστροφα λόγια
[fr kath απερίστροφος ← PatrG (3rd, 8th c.), K (pap), cpd w. LK περίστροφος 'turning round' (2nd c. AD)]
- straightforward, direct, frank (near-syn απερίφραστος, ευθύς):