Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απερίστροφος
1 εγγραφή
απερίστροφος, -η, -ο [aperístrofos] (L)
  • straightforward, direct, frank (near-syn απερίφραστος, ευθύς):
    • ~ χαρακτήρας, απερίστροφα λόγια

[fr kath απερίστροφος ← PatrG (3rd, 8th c.), K (pap), cpd w. LK περίστροφος 'turning round' (2nd c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες