Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιπαρατηρώ [andiparatiró] αντιπαρατηρεί, aor αντιπαρατήρησα (subj αντιπαρατηρήσω), pass aor subj αντιπαρατηρηθώ (L)
- say as a rejoinder, remark in turn, rejoin, reply:
- δεν είχε ν' αντιπαρατηρήσει τίποτε |
- "δεν το ξέχασα", του αντιπαρατήρησε μ' ευστροφία |
- να μου δώσεις την άδεια να σου αντιπαρατηρήσω πως η παρομοίωση σα να κουτσαίνει (Psichari) |
- στην παρατήρησή μου αντιπαρατήρησε πως δε μπορούσε να σκέπτεται τη φράση, αν δεν κρατούσε την πένα (Palam) |
- θα μπορούσε ν' αντιπαρατηρήσει κανείς πως τα πολιτικά και τα στρατιωτικά περιστατικά επηρεάζουν βαθιά την όλη κίνηση της ιστορίας (Panagiotop) |
- μπορεί ν' αντιπαρατηρηθεί ότι ο αριστοτελικός ορισμός είναι κατά βάθος περιγραφή (Voros)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπαρατηρώ, cpd w. παρατηρώ]
- say as a rejoinder, remark in turn, rejoin, reply: