Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντένω [andéno] (sp. also ανταίνω & ντένω) aor άντεσα (subj αντέσω, ντέσω), ppp ντεμένος
- ① come together, meet (syn απαντώ, συναντώ, συντυχαίνω):
- έχουν ανεμικό ντουφέκι· βαρούν τους Tούρκους όπου τους αντέσουν (Vlachogiannis)
- ⓐ happen (syn τυχαίνω):
- άντεσα να είμαι κ' εγώ εκεί, όταν μιλούσαν |
- θα φάμε ό,τι ντέσει |
- κακό να μη σου ντέσει! (wish)
- ② come into relations, be connected (united)
- ⓑ become or be entangled w. (syn μπλέκω):
- άντεσα με παρέα και δεν μπόρεσα να ξεφύγω νωρίτερα |
- άντεσε με κακόν άνθρωπο |
- καλά είναι να μην αντέσει κανείς με κακή γυναίκα |
- prov άντεσες με παλαβό; καλά ξεμπερδέματα!
- ③ reach, get, hit upon (syn επιτυχαίνω):
- άντεσες καλόν άντρο (syn καλοπαντρεύτηκες)
[fr MG αντένω, this analog. form on aor αντέσω]
- ① come together, meet (syn απαντώ, συναντώ, συντυχαίνω):