Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμόκουνια
1 εγγραφή
ανεμόκουνια [anemókunja] η,
  • swing:
    • prov όποιος θέλει να κουνιστεί κάνει ~

[cpd of the combin. form ανεμο- & κούνια; cf also MG κούνα (6th c.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες