Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμόγραμμα
1 εγγραφή
ανεμόγραμμα [anemóγrama] το, (L) meteorol
  • a record made by an anemograph, anemogram (syn ανεμογράφημα)

[neol, cpd of άνεμος & γράμμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες