Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανελέητα [aneléita] adv
- ① mercilessly, pitilessly, cruelly (syn σκληρά):
- οι δυο αντίπαλοι πολέμησαν ~ |
- με βαρούσε, τον κυνηγάνε ~ |
- σφυροκοπούν ~ τους αγωνιστές |
- τα εχθρικά αεροπλάνα μάς κοπάνησαν ~ (Terzakis) |
- τους κόβουν, τους σκότωναν, τους σφάζαν ~ |
- ο λαός τιμωρεί ~ |
- ο προδότης τιμωρήθηκε ~ |
- το αμάρτημα αυτό τιμωρείται ~ (Thrylos) |
- ο λιμός θέριζε ~ το λαό |
- ο ήλιος λούζει τους δρόμους ~ |
- δοκιμάστηκε ~ (Palam) |
- ένας κόσμος παιδεύεται ~ νύχτα και μέρα (Panagiotop) |
- ~ διώκει όποιον τολμά να ασκήσει τα ατομικά δικαιώματα (Tsatsos)
- ② uncharitably, severely, inexorably (syn αμείλικτα):
- το έργο του το χτυπούσαν ~ σαν κούφιο κλ (Karantonis)
- ⓐ relentlessly, incessantly (syn αδιάκοπα, ασταμάτητα):
- ο χρόνος τρέχει ~ |
- η θάλασσα χτυπά ~ και σαρώνει τις ακτές
[der of ανελέητος2]
- ① mercilessly, pitilessly, cruelly (syn σκληρά):