Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναφτερώνω
1 εγγραφή
αναφτερώνω [anafteróno] ipf αναφτέρωνα, aor αναφτέρωσα, mediop αναφτερώνομαι, aor αναφτερώθηκα
  • lift (up), raise, revive, excite (syn ενισχύω, υψώνω, εμψυχώνω):
    • τον αναφτέρωνε μια πνοή |
    • ~ την ψυχή, το κουράγιο, το ηθικό, τις ελπίδες, το εθνικό φρόνημα |
    • τον αναφτέρωσαν τα ίδια του τα λόγια |
    • αναφτερώνεται από τον έρωτα, από τη μέθη της επιτυχίας |
    • ιδέα ήταν ό,τι σας αναφτέρωνε |
    • (η αδελφή του) τον αναφτέρωνε, ενίσχυε μέσα του τη δημιουργικότητα (Thrylos) |
    • τις βαριές ώρες τις αναφτερώνει συχνά μια έξαρση (id.) |
    • η νοσταλγία και η χαρά της επιστροφής .. αναφτέρωναν την ευαισθησία του (Stamelos) |
    • λίγο ψωμί, έφτανε να τους αναφτερώσει (Chatzinis) |
    • το γνήσιο δημοκρατικό καθεστώς συμφέρον έχει να αναφτερώσει τα εκλεκτά άτομα (Papanoutsos, adapted)
  • ① mi αναφτερώνομαι become reanimated or reinvigorated, revive:
    • όλοι με τα λόγια αναφτερώνονται |
    • μέσα σε αντιστάσεις αναφτερώνεται και θριαμβεύει η δημιουργική ελευθερία του ανθρώπου (Papanoutsos) |
    • ο πυρπολητής πατώντας απάνω στη βάρκα .. αναφτερώνεται για να ρίξει τη φωτιά (Papantoniou)

[fr MG αναπτερώνω ← AG ἀναπτερῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες