Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναστιγματικός
1 εγγραφή
αναστιγματικός, -ή, -ό [anastiγmatikós] (L) phys (optics)
  • not astigmatic, anastigmatic (ant αστιγματικός):
    • ~φακός anastigmatic lens
  • ⓐ (of persons) free from astigmatism, anastigmatic

[neol (Koumanoudis), cpd of pref αν- & αστιγματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες