Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακτίζω [anaktízo] (& αναχτίζω) (L)
- rebuild (syn ξαναχτίζω):
- μαζεύανε προσφορές για ν' αναχτίσουν την εκκλησιά του μοναστηριού τους (Prevelakis) |
- αυτή η κάθαρση με το πνεύμα .. αναχωνεύει χωρίς φωτιά και ανακτίζει χωρίς να συντρίβει (Tatakis)
[fr MG ανακτίζω ← K, PatrG ἀνακτίζω]
- rebuild (syn ξαναχτίζω):