Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναιδής, -ής, -ές [ane∂ís] (L)
- impudent, impertinent, shameless, brazen, brassy, brash, insolent, rude (syn αδιάντροπος, αναίσχυντος, ξεδιάντροπος, ξετσίπωτος, θρασύς):
- μ' έβρισε αναιδέστατο (Xenop) |
- ~ νέος |
- αναιδείς οι ανίδεοι (Ritsos) |
- οι νέοι είναι τεμπέληδες και αναιδέστατοι (Kazantz) |
- αναιδείς μαθητές |
- καθώς ~ θεατρίνος |
- ~ απάντηση insolent retort (backtalk) |
- αναιδές έγγραφο |
- ~ παρατήρηση impertinent remark |
- αναιδέστατο ψεύδος brazen lie |
- αναιδέστατη ψευδολογία barefaced lying (mendacity) |
- κινήσεις αναιδείς |
- οι αναιδείς ελιγμοί του (κυριολεκτικότερα |
- οι τούμπες του) (Papanoutsos)
[fr K ἀναιδής ← AG]
- impudent, impertinent, shameless, brazen, brassy, brash, insolent, rude (syn αδιάντροπος, αναίσχυντος, ξεδιάντροπος, ξετσίπωτος, θρασύς):