Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγνωσματάριο
1 εγγραφή
αναγνωσματάριο [anaγnosmatário] το, (rare αναγνωστάρι)
  • reader for elementary schools, primer:
    • ελληνικό ~ |
    • το παιδί συλλαβίζει τ' αναγνωστάρι του (Plaskovitis) |
    • θυμήθηκε το Pοβινσώνα, που τόνε γνώριζε από το ~ του σχολείου (NNikolaidis) |
    • στον Παπαντωνίου ιδίως οφείλεται η σύνταξη του αναγνωστάριου Tα ψηλά βουνά (Dimaras)

[neol, fr kath αναγνωσματάριον, der of ανάγνωσμα w. suff -άριον ← Lat -arium]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες