Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναγκαστικότητα [anaŋgastikótita] η, (L)
- compulsoriness, obligatoriness:
- ο άνθρωπος δημιουργεί τα αγαθά του πολιτισμού, τα οποία προσδίδουν νόημα στη ζωή του και την υψώνουν πάνω από την απλή πραγματικότητα και ~ (Theodorakop) |
- η "συμπεριφορά", από την απλούστερη (έκκριση αδένων) έως την πολυπλοκότερη (αστερισμό ιδεών) πραγματοποιείται μόνη της με την ~ και την οριστικότητα που δίνει στην παραγωγή της μια καλοδουλεμένη μηχανή (Papanoutsos) |
- κάθε τεχνική έχει μια διαδικασία ιδιαίτερη, δηλαδή ορισμένες τάσεις κανονικές, που δεν έχουν όμως το στοιχείο της αναγκαστικότητας (Dizikirikis)
[fr kath αναγκαστικότης, der of αναγκαστικός]
- compulsoriness, obligatoriness: