Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέγγιχτος
1 εγγραφή
ανέγγιχτος, -η, -ο [anéŋɟixtos] (& ανάγγιχτος & ανέγγιγος)
  • ① untouched, untouchable (syn in άγγιαχτος 1, άγγιχτος 1a):
    • τα τείχη είναι ολόρθα, ατόφια, ανέγγιχτα (Varelas) |
    • ράντισαν τη γριά με ανέγγιχτο άσπρο λουλούδι (Papantoniou) |
    • μάρμαρο ανέγγιχτο από τη σμίλη του γλύπτη (SVavouris) |
    • μόλις πλησίαζαν οι φλόγες το γυμνό σώμα του γέροντα, άνοιγαν απότομα γύρω του και τον άφηναν ανέγγιχτο (MNikolaidis) |
    • poem η κούπα ανέγγιχτη στα χέρια του κι η κοπελιά στο στρώμα (Kazantz Od 18.570) |
    • Ûτα βάθη σου που ανέγγιχτα | λουλούδια ανθοβολούνε (Malakasis) |
    • εντός μου η Άνανθη θρηνεί | σε ανέγγιγα καλάμια (Melachrinos)
  • ⓐ untouched, whole, integral, complete (syn in άγγιχτος 1b):
    • άφησε τον καφέ ανέγγιχτο |
    • το κλειστό, το ανέγγιχτο γράμμα |
    • τα φρούτα έμειναν ανέγγιχτα |
    • τα πρώτα αγκίστρια φάνηκαν να έρχονται με το δόλωμα ανέγγιχτο (Karagatsis) |
    • έφερε στο σπίτι ανέγγιχτο το φαγί που πήρε για το δρόμο (Karkavitsas) |
    • την προικίτσα μας πρέπει να τη φυλάμε ανάγγιχτη (Psicharis) |
    • poem το θησαυρό σου ανέγγιχτο θα πας να παραδώσεις | στης γης την αγκαλιά (Myrtiotissa)
  • ② unused, unworn, new (usu of apparel, utensils etc) (syn in άγγιχτος 2):
    • ανέγγιχτο ρούχο |
    • φορούσε τη φουστανέλα του χιόνι, ανέγγιχτη |
    • μα πώς χάθηκε μονάχ' αυτό το βιβλίο, το ανέγγιχτο, το απείραχτο; (Palam)
  • ③ untouched, untrodden (syn in άγγιχτος 3):
    • το κύμα του περιηγητισμού έχει αφήσει ανέγγιχτο τον τόπο (Panagiotop) |
    • τα άφταστα κι ανέγγιχτα, όπως ο ήλιος, τ' άστρα, ο ουρανός, έγιναν μεγάλοι θεοί (Theodoridis)
  • ④ untouchable, unreachable:
    • ο θετικισμός απέδειξε την ανεπάρκειά του με την απλοϊκή πίστη του στην απόλυτη και ανέγγιχτη αλήθεια της επιστήμης (Dizikirikis) |
    • ο τάδε κατόρθωσε να διατηρήσει ανέγγιχτες τις εφηβικές ψευδαισθήσεις (Thrylos) |
    • να μείνει ανέγγιχτη, μια μακρινή και ήσυχη φωνή (NFPolitis) |
    • poem εδώ στην έρημη πηγή | που ο ήσκιος επλανήθη | μιας ομορφιάς ανέγγιχτης | στα κρουσταλλένια βύθη (Porphyras)
  • ⑤ not dealt w., not discussed, not touched (upon):
    • θ' αναφερθώ σ' ένα εντελώς ανέγγιχτο έως σήμερα θέμα (Angelou) |
    • όλα αυτά η σχολική εργασία του δημοτικού τα είχε αφήσει ανέγγιχτα (Delmouzos)
  • ⑥ chaste:
    • ανέγγιχτο κορμί, ανέγγιχτη κοπέλα, παρθένα |
    • φανέρωμα ήτανε της μιας, της άφταστης κι ανέγγιχτης | του θείου ονείρου ερωμένης (Palam)

[fr MG ανέγγιχτος, cpd of pref αν- & εγγιστός (cf syn άγγιχτος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες