Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάγιαστος, -η, -ο [anáyastos]
- not sprinkled and blessed w. holy water (αγιασμός 4) on Epiphany day (syn αφώτιστος, ant αγιασμένος, φωτισμένος):
- ο Mανασής άρχισε από τα ριζά τους αγιασμούς με σκοπό να μην αφήση μαντρί για μαντρί ανάγιαστο (Prevelakis)
[cpd w. *αγιαστός (whence also PatrG ἁγιαστ-ικός 'sanctifying'): ἁγιάζω; cf also dial ἃγιαστος fr *ἁγιαστός]
- not sprinkled and blessed w. holy water (αγιασμός 4) on Epiphany day (syn αφώτιστος, ant αγιασμένος, φωτισμένος):