Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάγιαστος
1 εγγραφή
ανάγιαστος, -η, -ο [anáyastos]
  • not sprinkled and blessed w. holy water (αγιασμός 4) on Epiphany day (syn αφώτιστος, ant αγιασμένος, φωτισμένος):
    • ο Mανασής άρχισε από τα ριζά τους αγιασμούς με σκοπό να μην αφήση μαντρί για μαντρί ανάγιαστο (Prevelakis)

[cpd w. *αγιαστός (whence also PatrG ἁγιαστ-ικός 'sanctifying'): ἁγιάζω; cf also dial ἃγιαστος fr *ἁγιαστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες