Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμελώδητος
1 εγγραφή
αμελώδητος, -η, -ο [ameló∂itos] (L)
  • not set to music, unmelodized, or not suitable for setting to music (syn αμελοποίητος):
    • ~ ύμνος
  • ⓐ not sung

[fr AG ἀμελ ώδητος, cpd w. μελ ωδητός; cf δυσμελ ώδητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες