Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλαδέρφι
1 εγγραφή
αλληλαδέρφι [alila∂érfi] το, (& μηλαδέρφι)
  • ① usu pl αλληλαδέρφια τα, half brother, stepbrother, pl half brothers and sisters (syn αλληλοπρόγονα, ant αυταδέλφι)
  • ② orn μηλαδέρφι, το, Bonelli's eagle, Hieracaetus fasciatus (syn L σπιζάετος)

[der of αλληλαδερφός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες