Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλβανισμός
1 εγγραφή
αλβανισμός [alvanizmós] ο,
  • ① behavior of s.o. as Albanian; imitation of Albanian ways
  • ⓐ Albanian idiomatic expression, Albanian idiom (syn αλβανικός ιδιωτισμός)
  • ② Albanian ethnicity

[der of αλβανίζω w. suff -μός; cf ελληνισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες