Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαφιάζω
1 εγγραφή
αλαφιάζω [alafjázo] λαφιάζω,
  • rarely ελαφιάζω, mi αλαφιάζομαι, ipf αλαφιαζόταν, aor αλαφιάστηκα (λαφιάστηκα, ελαφιάσθη [Solom]), ppp αλαφιασμένος (λαφιασμένος, ελαφιασμένος [Theotokas])
  • ① act startle, frighten (syn βάζω σε ταραχή, ξαφνιάζω, ξυπάζω, τρομάζω, εκφοβίζω):
    • τον αλάφιασε στον ύπνο του he startled him out of his sleep |
    • όλ' αυτά ... του λάφιαζαν την ψυχή (Karagatsis) |
    • άλλο ούρλιασμα μ' άλλον ήχο σε αλαφιάζει (Karantonis) |
    • poem κι ως πέφτει φλογισμένο μες στη θάλασσα | λαφιάζει τα κοπάδια των προβάτων (Sarantis)
  • ② intr & mi αλαφιάζομαι be startled, take fright, be (easily) frightened (syn ξαφνιάζομαι, σαστίζω, ταράσσομαι, τρομάζω, φοβάμαι, τα χάνω):
    • το παιδί αλαφιάζεται τη νύχτα |
    • το ζο αλάφιασε |
    • κάτι τον έκαμε ν' αλαφιάση |
    • μην πλησιάζης το άλογο να μην αλαφιαστή |
    • η Pόζα έκαμε "α!", έπειτα όλοι αλαφιάστηκαν, κρεμασμένοι από το στόμα του ξένου (Xenop) |
    • η Mυριάνα δε λαφιάστηκε, δε φώναξε (Psichari) |
    • μοσχοβολάνε τα λεφτά σου, βλάμη! - έφτασε να πη ο σερβιτόρος, για ν' αλαφιαστούν οι αστυνομικοί (Melas) |
    • απρόσεκτη, είχε αφήσει την πόρτα να χτυπήση· ο σύζυγος αλαφιάζεται (id.) |
    • μια φωνή γυναίκας τον έκανε να λαφιαστή (Karagatsis) |
    • πήγε ν' ανοίξη τη βαριά σιδερένια πόρτα, αλλά το σκυλί αλαφιάστηκε κι άρχισε να γαβγίζη πεισματικά, γοερά (Panagiotop) |
    • το χωριό είχε αλαφιάσει πάλι από το φόβο (Bastias) |
    • ο λαός αναταράχτηκε τότε μέσα κι όξω, τα τσοπανόσκυλα λαφιαστήκανε (Prevelakis) |
    • poem ελαφιάσθη της Aγγλίας | το θηρίο (Solom) |
    • Παρασκευή θα λαφιαστής κι από θυμό θ' ανάψης (Palam) |
    • κι ο ταπεινός λαός λαφιάστηκε, το ταυροστάσι αδειάζει the common crowd took fright and strove to leave the ring (Kazantz Od 6.688) |
    • κι ο μαύρος πειρασμός λαφιάστηκε κι αγάλια ανακωλώνει (id. 18.408)

[fr ελαφιάζω, der of ελάφι bes αλάφι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες