Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακταιωρός
2 εγγραφές [1 - 2]
ακταιωρός1 [akteorós] ο,
  • coastguard (syn φύλακας ακτής)

[cpd of AG ἀκταία 'of the coast' & -ωρός]

ακταιωρός2 [akteorós] η,
  • coastguard vessel (or ship or cutter), coaster (syn kath ακτοφυλακίς)
  • ⓐ ~ βενζινάκατος patrol boat

[cpd of AG ἀκταία 'of the coast' & -ωρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες