Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακρεβάτωτος, -η, -ο [akrevátotos]
- not having lain in sickbed (ant κρεβατωμένος):
- η γρίπη δεν άφησε κανένα μας ακρεβάτωτο στην οικογένεια
[cpd w. *κρεβατωτός: κρεβατώνω]
- not having lain in sickbed (ant κρεβατωμένος):