Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρεβάτωτος
1 εγγραφή
ακρεβάτωτος, -η, -ο [akrevátotos]
  • not having lain in sickbed (ant κρεβατωμένος):
    • η γρίπη δεν άφησε κανένα μας ακρεβάτωτο στην οικογένεια

[cpd w. *κρεβατωτός: κρεβατώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες