Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακορφολόγητος
1 εγγραφή
ακορφολόγητος, -η, -ο [akorfolóyitos]
  • whose upper shoots are pruned, of plants (ant κορφολογημένος):
    • αμπέλι ακορφολόγητο |
    • ακορφολόγητο κλήμα |
    • κουκκιά ακορφολόγητα

[cpd w. *κορφολογητός: κορφολογώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες