Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδρότητα
1 εγγραφή
αδρότητα [a∂rótita] η,
  • vigor, vigorous action, ruggedness (syn δύναμη, σφρίγος, σφριγηλότητα):
    • ο δημοτικός ποιητικός λόγος σε κανένα έργο άλλου ποιητή δεν μπόρεσε να πάρη αυτή την ~(Melas) |
    • μπορούμε να χαρούμε πλέρια την ~του μνημείου με τη διπλή κιονοστοιχία (Miliadis) |
    • διαγράφονται με αρκετή ~ταχαρακτηριστικά της σεμνής ... θεότητας της αρετής (Papanoutsos) |
    • (ο ποιητής) πλάτυνε τα ψυχικά και πνευματικά όρια της ρουμελιώτικης ποίησης, κατεργάστηκε την αδρότητά της με λεπτούς εκφραστικούς τρόπους (Karantonis)

[fr K ἁδρότης 'vigor, strength; abundance']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες