Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδρεναλίνη
1 εγγραφή
αδρεναλίνη [a∂renalíni] η,
  • ① med & pharm adrenalin
  • ② physiol adrenalin, epinephrine (syn επινεφριδίνη):
    • η ..., ~ ορμόνη των επινεφριδρίων, έχει επίδραση στην πίεση του αίματος, την οποίαν αυξάνει

[fr Fr adrénaline 'adrenalin']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες