Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγαπός [aγapós] ο, (sp. also αγαπώς) region.
- lover (syn αγαπητικός, ερωμένος, καλός, φίλος, εραστής) mostly in folks. βρίσκω τον πρώτο μ' αγαπό στα ρόδα και κοιμούνταν [fr the acc τον αγαπό, this fr MG ο αγαπώ ←late MG construction τον αγαπώ 'he whom I love'; similarly η αγαπώ fr MG η αγαπώ, this fr την αγαπώ]. Cf αγαπώ, η.