Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαπός
1 εγγραφή
αγαπός [aγapós] ο, (sp. also αγαπώς) region.
  • lover (syn αγαπητικός, ερωμένος, καλός, φίλος, εραστής) mostly in folks. βρίσκω τον πρώτο μ' αγαπό στα ρόδα και κοιμούνταν [fr the acc τον αγαπό, this fr MG ο αγαπώ ←late MG construction τον αγαπώ 'he whom I love'; similarly η αγαπώ fr MG η αγαπώ, this fr την αγαπώ]. Cf αγαπώ, η.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες