Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβαρέλιαστος
1 εγγραφή
αβαρέλιαστος, -η, -ο [avaréljastos]
  • not put in barrels:
    • αβαρέλιαστο τυρί (ant βαρελιασμένος) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες