Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άλμπατρος [álbatros] ο, orn
- albatross (syn άλβατρο):
- poem δεν μπορεί πια κανείς να παρομοιάσει τους ποιητές με τους άλμπατρους, | τους πρίγκιπες αυτούς των νεφών (FBarlas)
[fr Eng albatross; s. άλβατρο]
- albatross (syn άλβατρο):