Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγιο_λείψανο
1 εγγραφή
άγιο λείψανο [áyio lípsano] το, (& αγιολείψανο) region. usu pl άγια λείψανα τα,
  • a saint's sacred relics:
    • τα άγια λείψανα και τα θαύματά τους |
    • μα τ' άγια λείψανα (swearing) |
    • θα 'χω μαζί μου ένα σεντουκάκι μ' αγιολείψανα και μιαν κάρα από τους μάρτυρες του Aρκαδιού (Prevelakis).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες