Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άγιο λείψανο [áyio lípsano] το, (& αγιολείψανο) region. usu pl άγια λείψανα τα,
- a saint's sacred relics:
- τα άγια λείψανα και τα θαύματά τους |
- μα τ' άγια λείψανα (swearing) |
- θα 'χω μαζί μου ένα σεντουκάκι μ' αγιολείψανα και μιαν κάρα από τους μάρτυρες του Aρκαδιού (Prevelakis).
- a saint's sacred relics: