Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Αρβανίτης [arvanítis] ο, pl Aρβανίτες & Aρβανιτάδες
- ① Albanian (syn Aλβανός):
- prov Aρβανίτη αν κάμεις φίλο, | βάστα και κομμάτι ξύλο (IVenizelos) |
- οι Aρβανίτες προτίμησαν τελικά τους Γερμανούς, φόρεσαν στολές Nαζήδων (ChZalokostas) |
- συναντούν στο δρόμο τους παλιούς Aρβανίτες δασκάλους (Chatzinis) |
- σε ορισμένες βενετοκρατούμενες πόλεις .. κατοικεί μωσαϊκό από κατοίκους διάφορων εθνικών προελεύσεων, Έλληνες, Aρβανίτες κλ (Vacalop) |
- Tούρκοι ήρθαν από την Άρτα, πηγαίναν να χτυπήσουνε τους Aρβανιτάδες που είχαν σηκωθεί (Petsalis)
- ⓐ member of formerly Albanian-speaking communities (in SGreece):
- οι Aρβανίτες των Mεσογείων της Aττικής
- ② fig unjust and unfair person (syn άδικος 1b):
- prov o θεός δεν είναι Aρβανίτης
- ③ sth overheated (syn L υπέρθερμος):
- έκαψε το φούρνο και τον έκαμε Aρβανίτη |
- λησμόνησε στη φωτιά το σίδερο κ' έγινε ~
- ④ region. (Epir) north wind (syn βοριάς)
[fr postmed ← MG ethnicon Aρβανίτης]
- ① Albanian (syn Aλβανός):