Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Η τελευταία αρκούδα της Πίνδου

Δ. ΧΑΤΖΗΣ

Ο Δημήτρης Σκουρογιάννης από την Ήπειρο, μετανάστης στη Γερμανία, γυρίζει μετά από είκοσι χρόνια στο χωριό του. Όλα και όλοι όμως έχουν αλλάξει από την τεχνολογική πρόοδο και τους οικονομικούς μετασχηματισμούς. Έτσι η νοσταλγία που τον κρατούσε στη ξενιτιά μετατρέπεται εδώ σε απογοήτευση και πίκρα.

Εκείνη η ξαφνική βροχούλα τα 'κάνε όλα, απ' αυτήν γίνηκαν όλα. Πήρε πάλι τον κατήφορο για τη ρεματιά, πήρε τον ανήφορο για το δάσος. Εκεί τον έπιασε. Στάθηκε όσο να περάσει - πέρασε γρήγορα. Πήρε πάλι τον ανήφορο σιγά-σιγά για το ξέφωτο. Ο ήλιος πρόβαλε πάλι, ο τόπος απόμεινε υγρός, όλο το μικρό λιβάδι. Έκατσε στη συνηθισμένη του θέση - ήτανε σήμερα πολύ λυπημένος, δεν τ' άνοιξε το δισάκι του - καθόταν εκεί λυπημένος. Ολομόναχος - εντάξει. Διωγμένος, καταδιωγμένος - από ποιον; Γιατί;

Κι ολότελα ξαφνικά τα 'δε μπροστά του. Σηκώθηκε, τα κοίταξε, ξανακοίταξε - δε μπορεί να γελιότανε, τα 'ξερε. Ήταν αυτά. Τ' αρκουδίστικα χνάρια, τα μεγάλα πέλματα. Αυτή 'ταν. Η αρκούδα του Σμόλικα, του Πάπιγκου, της Πολιάνας - η Μάρω του Πίνδου. Και ζούσε ακόμα. Ζούσε κι αυτή. Η λύπη του σκόρπισε μονομιάς - η καρδιά του χτύπησε δυνατά, τον παλμό της βουνίσιας του ράτσας, της δικής του της γης. Σαν τώρα μονάχα να 'φτασε εκεί, τώρα μονάχα να 'χε γυρίσει. Αυτά τα χνάρια γινόντανε τώρα, ξαναγινόνταν, η σιγουριά του η χαμένη πως είχε φτάσει σε τόπο που δεν ήταν ανύπαρκτος, που δεν ήτανε της νοσταλγίας του μόνο, της φαντασίας του - η σιγουριά που 'χε χάσει μέσα σ' αυτούς τους τρελούς, τους μισούς, τους αφιονισμένους, τους νικημένους ανθρώπους που βρήκε γυρίζοντας.

Πήγε ως την άλλη άκρη απ' το ξέφωτο, έφκιασε λίγο τον τόπο με τις παλάμες του, άδειασε εκεί το δισάκι του. Την άλλη μέρα ξεκίνησε απ' το πρωί - το ψωμί, το τυρί, που της άφησε, δεν ήταν εκεί. Της έφερε πάλι - και ζάχαρη. Και τις άλλες μέρες - κάθε μέρα. - Ε, λοιπόν, είπε ο γέρος ο Τράκας. Για μεγάλη δουλειά πας εσύ. Ξυλεία; Καλά το κατάλαβα. - Και βέβαια, είπε αυτός χωρίς δυσκολία. - Θα γράψω αμέσως στα παιδιά μου στη Λάρισα. Γι' αυτό δεν τα 'θελες τα καθαριστήρια. - Και βέβαια, είπε πάλι ο Σκουρογιάννης, μεγάλη δουλειά. - Αυτό μελετάς εκεί πάνω που πας; - Αυτό. - Καλά κάνεις. Το 'ξερα εγώ.

Και το μελετούσε. Πάρα πολύ. Μέρα με μέρα με το φαΐ που της άφηνε στην ίδια θέση. Ώσπου την είδε. Ξεπρόβαλε μέσα απ' τα δέντρα. Στάθηκε μια στιγμή - τράβηξε ύστερα για τη θέση που της άφηνε το φαΐ. Τον είδε, τρόμαξε, έκανε να φύγει πίσω - έμεινε εκεί. Αυτός την κοιτούσε ασάλευτος. Πρέπει να 'τανε μικρή, θηλυκιά, δε θα 'ταν ακόμα δύο χρονών. Μείναν έτσι - και κοιτάζονταν. Ο τελευταίος άνθρωπος του Ντορμπίνοβου κι η τελευταία αρκουδίτσα της Πίνδου στάθηκαν εκεί στο ξέφωτο εκείνο του δάσους, από τις δυο τις μεριές του και κοιταζόντανε. Δύσπιστα, δισταχτικά και καχύποπτα - χωρίς να μπορούνε να φύγουν - δεν είχανε πού να πάνε.

Την άλλη μέρα τ' άρχιζε πια το μεγάλο παιγνίδι. Γέμισε τον τορβά του, πήρε μαζί του και το μεγάλο δίκοπο μαχαίρι. Έκατσε στη θέση του και περίμενε. Την ίδια ώρα, τη χτεσινή, το ζώο ξαναπρόβαλε μέσ' απ' τα δέντρα. Ξανασταθήκανε μια στιγμή και κοιταχτήκανε πάλι. Άνοιξε το δισάκι του, του πέταξε ένα κομμάτι ψωμί. Το ζώο το πήρε, πήγε τώρα κοντύτερα. Και τρίτο - ακόμα κοντύτερα. Ήτανε τόσο κοντά, που χρειάστηκε να κρατάει τη λαβή του μαχαιριού του. Του πέταξε ύστερα μια σακουλίτσα ζάχαρη - όλα πήγανε καλά για σήμερα.

Και πήγανε και τις άλλες μέρες. Και το ζώο πλησίαζε κάθε φορά περισσότερο, τρία μέτρα, δύο μέτρα, ένα μέτρο, μισό. - Και πώς πάμε; ρώτησε ο Τράκας. - Τελειώνει, είπε αυτός, έρχεται πια το φθινόπωρο. Και τελείωσε στ' αλήθεια. Άπλωσε πια και το χέρι του μια χούφτα ζάχαρη. Η αρκούδα πήγε και το 'γλειψε. Και την άλλη μέρα - και την παράλλη κ' έμεινε δίπλα του, περιμένοντας. Και τότες αυτός άπλωσε τα χέρια του και της αγκάλιασε το κεφάλι. Το ζώο τ' άφησε μ' εμπιστοσύνη μέσα στα χέρια του. Ξεχείλισμα της δικής του λύπης, της μοναξιάς, της απελπισίας του - έσφιξε τ' αγαπημένο κεφάλι μέσα στα χέρια του. Η αρκουδίτσα τανύστηκε ένιωσε μέσα στα χέρια του το σπαρτάρισμα του αζευγάρωτου θηλυκού. Έτσι όπως ήτανε έσκυψε και το φίλησε στο κούτελο, το ζώο μούγκρισε, στα δικά του μάτια ανέβηκαν τα δάκρυα, τόσον καιρό κρατημένα. - Τελειώσαμε, του 'πε του Τράκα. - Έγραψα πια στα παιδιά, είπε κείνος.

Το φθινόπωρο φτάνει πάντα γρήγορα στον Πίνδο - τον Οκτώβρη συννεφιάζει πια, αρχίζει κιόλας το κρύο. Ο Σκουρογιάννης κατάλαβε - η ώρα της αρκούδας του για το χειμωνιάτικο ύπνο της κόντευε. Έβλεπε τα μάτια της και μισόκλειναν κάποτε, το κεφάλι της βάραινε. Κάθεται δίπλα του, του γλείφει κάποτε και το χέρι μα το φαΐ του από μέρα σε μέρα όλο λιγότερο γίνεται.

Αυτή τον πήγε στη χειμωνιάτικη τρύπα της - μια μεγάλη κουφάλα και τρία πεύκα τριγύρω. Αυτός κουβάλησε ζάχαρη, της την έβαλε σε μια γαβάθα - να την βρει ξυπνώντας την άνοιξη. Ξάπλωσε το ζώο, του χάιδεψε αυτός το κεφάλι στο κούτελο, όπως χαϊδεύουνε τα σκυλιά. Μισάνοιξε μια φορά τα μάτια του πάλι - όλο και βάραινε έγειρε το κεφάλι του. Αυτός έσκυψε, το χάιδεψε καναδυό φορές - είχε κοιμηθεί. Τελείωσε. Σηκώθηκε να φύγει. Ξαναστάθηκε μια στιγμή στην άκρη της κουφάλας: - Κοιμήσου εσύ, ερ' μου πουλί μου, κοιμήσου τώρα. Θα ξαναβρεθούμε την άνοιξη; Ιμείς οι δυο απομείναμαν σε τούτον τον τόπο - κανένας άλλος - δεν έμεινε τίποτα εδώ. Και κατέβηκε στο ερημωμένο χωριό, που δεν είχε να κάνει τίποτα, τετράδιπλα ορφανεμένος.

Δ. Χατζής (1913-1981): Σημαντικός Νεοέλληνας πεζογράφος από τα Γιάννενα. Έργα του: Το τέλος της μικρής μας πόλης, Το διπλό βιβλίο κ.ά.

Α. Ανάγνωση κατανόηση του κειμένου 1. Ποιο είναι το θεματικό κέντρο του αποσπάσματος; Μπορείς να βάλεις ένα δικό σου τίτλο στο απόσπασμα; 2. Πώς κλιμακώνεται και με ποιους εκφραστικούς τρόπους αποδίδεται η ψυχική αντίδραση του Σκουρογιάννη στη γνωριμία του με την αρκούδα;