Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Γ. ΤΑ ΜΟΝΑΧΙΚΑ ΚΟΙΝΟΒΙΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΖΩΗ

Μέσα στην ανθρώπινη ιστορία υπήρξαν περιπτώσεις όπου τονίστηκε η συλλογικότητα των ανθρώπων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων για τη συλλογικότητα και τη δημοκρατία. Αυτές οι αντιλήψεις όμως υπονομεύτηκαν από τρεις παθολογικές εκφράσεις της συλλογικότητας: α) τη δουλεία, ότι δηλαδή η κοινωνία χωρίζεται στην ομάδα των ελευθέρων και των σκλάβων, β) τη θεώρηση των βαρβάρων ως «εκ φύσεως δούλων», δηλαδή ότι πέρα από εμάς υπάρχουν και κοινωνίες βαρβάρων που είναι από τη φύση τους σκλάβοι, και γ) την αντίληψη ότι η γυναίκα είναι κατώτερη από τον άνδρα. Ο Χριστιανισμός κατήργησε την ταξική και εθνική ανισότητα και την ανισότητα των φύλων.

Στην Ορθοδοξία προτάθηκε ως ιδεώδες πρότυπο κοινοτικής ζωής το κοινόβιο και η ενορία. Και οι δύο αυτές περιπτώσεις διασώζουν τον άνθρωπο ως πρόσωπο μέσα σε μια κοινωνία αγάπης, όπως ακριβώς το πρότεινε ο Χριστός και βλέπουμε να εφαρμόζεται με τον τρόπο που συμβουλεύει ο Απ. Παύλος στο δεύτερο κείμενο στην αρχή του μαθήματος. Τα μέλη του κοινοβίου (κοινός + βίος) και της ενορίας, ανάλογα με τον τρόπο που ελεύθερα επιλέγει κανείς να ζήσει, οικοδομούν τον βίο τους μέσα σε ένα κλίμα συνδέσμου αγάπης και ειρήνης, ως ένα σώμα, με ταπείνωση, πραότητα και υπομονή καθώς και απέραντη ανοχή, διακονώντας ο ένας τον άλλο. Είναι αυτό που λείπει από τις σύγχρονες κοινωνίες και που αποτελεί αντίδοτο στο αίσθημα της μοναξιάς και της περιθωριοποίησης που νιώθει ο σύγχρονος άνθρωπος.

«Χρειάζεται καμιά φορά να μετράμε τις κουβέντες μας, γιατί εύκολα πέφτουμε θύματα της δέσμευσης που περικλείουν και παρασυρόμαστε στο ταξίδι των νοημάτων που δε θελήσαμε ή δε φανταστήκαμε ποτέ… Βρεθήκαμε στο μπαρ που τραγουδάει ο Γιάννης, ένας δασκαλάκος που του είναι αδύνατο να γίνει Δάσκαλος με την έννοια που έχει η λέξη κι όχι το νόημα που περικλείει… Δε μας χωρούσε το κορμί μας και από πάνω τα ρούχα μας στενά. Το μπαρ θλιβερό, μας έπνιγε. Θέλαμε να φύγουμε για να γλιτώσουμε και εμείς δεν ξέραμε από τι… Η αλήθεια είναι πως δεν τη βρίσκαμε με τίποτα. Κάποιος πέταξε την κουβέντα, ίσως και για πλάκα, να πάμε στο Άγιο Όρος. Όλοι τσιμπήσαμε, ο καθένας για τους δικούς του λόγους και γιατί ήμασταν πιωμένοι από απόγνωση, και κατά συνέπεια, δεκτικοί στο οποιοδήποτε ταξίδι και προπαντός στο αναπάντεχο… Το σήμαντρο χτυπούσε ρυθμικά και μας καλούσε στον Εσπερινό. Ο μοναχός Μακάριος μας εξήγησε πάλι: Στην εκκλησία να έρθει όποιος θέλει, μην αναγκάζεστε επειδή βρίσκεστε στο μοναστήρι, δεν σας υποχρεώνει κανένας. Ο μοναχός δεν είναι όπως οι εκκλησιαστικοί παπάδες και δεσποτάδες. Δέχεται και σέβεται κάθε άνθρωπο έτσι όπως είναι. Δεν επιδιώκει, όπως αυτοί, να τον σώσει, ακόμα και με το στανιό. ..» Δ. Παπαχρήστου, Το μοναστήρι να'ν'καλά, εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 1997