Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Β. ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Με βάση όσα αναφέραμε προηγουμένως μπορούμε στη συνέχεια να δούμε μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Ορθοδοξίας, με τα οποία φανερώνεται ως ένας νέος τρόπος ζωής και ταυτόχρονα ως η συνέχεια του έργου του Χριστού και της Εκκλησίας του.

• Η εσχατολογική βάση: Η Ορθοδοξία αναμένει το έσχατο, τον ερχομό δηλαδή της Βασιλείας του Θεού, του καινούριου κόσμου της αγάπης, της δικαιοσύνης και της ενότητας των πάντων και εργάζεται προς την κατεύθυνση αυτή με την εσωτερική ανακαίνιση των μελών της και με τη σταδιακή μεταμόρφωση του κόσμου. Προσεύχεται μάλιστα καθημερινά για την ολοκλήρωση του σχεδίου του Θεού ("ελθέτω η Βασιλεία Σου") και έχει με τη Θεία Ευχαριστία από τώρα μια μικρή και μερική εμπειρία αυτού του κόσμου που θα ολοκληρωθεί στο τέλος της ιστορίας.

• Ο λατρευτικός πλούτος: Με τα μυστήριά της και ιδιαίτερα με τη Θεία Ευχαριστία, τις αμέτρητες σε ποικιλία ακολουθίες και τελετές, τους ύμνους και τις ευχές της η Ορθοδοξία αγκαλιάζει κάθε σημαντική στιγμή (π.χ. γέννηση, γάμο, θάνατο) και όλες τις ανάγκες, τα έργα και τις αδυναμίες των ανθρώπων, με στόχο να τα μεταμορφώσει και να τα θέσει κάτω από την πρόνοια και την αγάπη του Θεού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι κατά κύριο λόγο μια λατρευτική κοινότητα.

• Η ασκητικότητα: Ισχύει για όλους τους πιστούς ανεξάρτητα από ηλικία, φύλο, χάρισμα ή εκκλησιαστικό αξίωμα. Είναι ένας δοκιμασμένος τρόπος ελεύθερης και συνειδητής ζωής που με την ασταμάτητη προσευχή, τη συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας, την εγκράτεια και την ταπεινοφροσύνη, τη διαρκή μετάνοια και τα έργα αγάπης, σκοπό έχει τον περιορισμό του ατομικού θελήματος ώστε να εκφραστεί το θέλημα του Θεού μέσα από την κοινωνία αγάπης που είναι η Εκκλησία. Ο σκοπός αυτός φαίνεται πολύ δύσκολος και απαιτεί λύπη, κόπους και θυσίες. Όταν όμως πραγματοποιείται, τότε γεμίζει ανείπωτη χαρά τον πιστό (χαρμολύπη). Η ασκητικότητα αποτελεί επιπλέον και τη βάση για την αντιμετώπιση του οικολογικού προβλήματος, που στις μέρες μας έχει πάρει τραγικές διαστάσεις.

• Η αφοσίωση στην Παράδοση: Για την ορθόδοξη θεολογία είναι πολυτιμότατη πηγή η Παράδοσή της, γιατί αποτελεί την πνευματική εμπειρία αιώνων όλων των προηγούμενων χριστιανικών γενεών (των Αποστόλων, των Αγίων, των Πατέρων της Εκκλησίας), έναν δοκιμασμένο τρόπο ζωής και τη βάση της διαρκούς ανανέωσής της. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει "χάσμα γενεών", ακριβώς για τον λόγο ότι οι σύγχρονες χριστιανικές γενιές σέβονται τις παρακαταθήκες των παλαιοτέρων, αλλά ταυτόχρονα τις εμπλουτίζουν με τις δικές τους εμπειρίες.

• Η σταυρική αγάπη: Δεν νοείται ορθόδοξη πνευματικότητα αποκομμένη από το πνεύμα αδελφοσύνης που εκφράζεται με την ορθοπραξία, δηλαδή τα έργα αγάπης. Αυτή η αγάπη είναι μίμηση της ίδιας της αγάπης που ο Χριστός έδειξε στους ανθρώπους με το έργο του αλλά κυρίως με το Σταυρό και την Ανάστασή του. Και είναι πάντα "σταυρωμένη" αυτή η αγάπη, γιατί προϋποθέτει την προσωπική αυταπάρνηση και θυσία χάριν του συνανθρώπου. Μόνο έτσι αποδεικνύει κάποιος ότι αγαπά και τον ίδιο τον Θεό (Α’ Ιω. 4,20-21).

• Η σχέση πνευματικού πατέρα και τέκνου: Είναι η βάση της πνευματικής ζωής του ορθόδοξου χριστιανού. Ο πιστός δεν εξομολογείται απλά τις αμαρτίες του στον " πνευματικό" του, για να πάρει τη συγχώρηση, αλλά μαθαίνει από την εμπειρία του "πνευματικού" πώς να προχωρεί και να προοδεύει στον δικό του προσωπικό πνευματικό αγώνα. Όταν αυτή η σχέση είναι υγιής και όχι μηχανιστική, είναι δυνατότερη από τη σχέση του πατέρα με το παιδί του και αποτελεσματικότερη από τη σχέση του προπονητή με τον αθλητή. Μέσα από αυτή ο πιστός μαθαίνει την ελεύθερη υπακοή και εμπιστοσύνη αλλά και τη διαρκή μετάνοια, μετά από κάθε αποτυχία.

• Το δημοκρατικό πολίτευμα: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχουν άρχοντες και εξουσιαζόμενοι, ούτε ανώτερα και κατώτερα μέλη. Η διάκριση ανάμεσα σε κλήρο και σε λαό, όπως θα δούμε σε παρακάτω ενότητα, είναι διάκριση λειτουργική και όχι αξιολογική. Μάλιστα, όσο "ψηλότερα" βρίσκεται κανείς, τόσο περισσότερο υπηρέτης των άλλων πρέπει να είναι. Ο τρόπος με τον οποίο διοικείται η Εκκλησία είναι συνοδικός (μέσω των Συνόδων) και γι' αυτό βαθιά δημοκρατικός. Όμως, καμιά απόφαση οποιασδήποτε Συνόδου, ακόμα και Οικουμενικής, αν δε γίνει αποδεκτή από το λαό δε θεωρείται έγκυρη. Κάθε ενορία, κάθε τοπική ευχαριστιακή σύναξη, αποτελεί τη φανέρωση όλης της Εκκλησίας και γι' αυτόν το λόγο είναι και η "ανώτερη πηγή εξουσίας" μέσα στην Εκκλησία.